ρημάζω — ρημάζω, ρήμαξα, ρημαγμένος βλ. πίν. 23 Σημειώσεις: ρημάζω : η παθητική φωνή (ρημάζομαι, βλ. πίν. 24 ) είναι σπάνια. Το ρημάζω σημαίνει και → καταστρέφω και → καταστρέφομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ρημάζω — αξα, άχτηκα, αγμένος 1. ως μτβ., ερημώνω, καταστρέφω, βλάφτω: Τα παιδιά μάς ρήμαξαν το περιβόλι. 2. ως αμτβ., ερειπώνομαι, καταστρέφομαι: Άφησε τα χτήματά του και ρήμαξαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απορημάζω — ρημάζω, καταστρέφω εντελώς … Dictionary of Greek
ερημάζω — (AM ἐρημάζω) [έρημος] μσν. νεοελλ. ρημάζω, λεηλατώ, καταστρέφω μσν. 1. σκοτώνω, εξοντώνω 2. καταστρέφω κάποιον οικονομικά 3. καταστρέφομαι, ρημάζω 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ρημασμένος, η, ο έρημος, στερημένος αρχ. αφήνομαι, ζω μόνος και… … Dictionary of Greek
ρήμαγμα — και ρήμασμα, το, Ν [ρημάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ρημάζω, καταστροφή, ερήμωση … Dictionary of Greek
αλοώ — ἀλοῶ ( άω) (Α) 1. αλωνίζω 2. χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω 3. θρυμματίζω, καταστρέφω, ρημάζω 4. στριφογυρίζω κάποιον, τόν σέρνω πέρα δώθε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωή. ΠΑΡ. αρχ. ἀλοητός] … Dictionary of Greek
δηώνω — (AM δῃῶ) [δήιος] 1. λεηλατώ κάποια χώρα μετά την εισβολή μου σε αυτήν 2. καταστρέφω, κατερειπώνω, ρημάζω αρχ. 1. φονεύω, σφάζω 2. (για θηρία) κατασπαράζω 3. (για λόγχη) κόβω στα δύο 4. κουρεύω … Dictionary of Greek
εξερημώνω — (AM ἐξερημῶ, όω) [ερημώνω] ερημώνω εντελώς, ρημάζω («πῶς ἄν οὖν μᾱλλον ἐξερημώσαιεν ἄνθρωποι οἶκον», Δημοσθ.) αρχ. 1. εξολοθρεύω, αφανίζω («ἡμᾱς τ ὀλέσθαι κἀξερημῶσαι γένος», Σοφ.) 2. (για στρατεύματα) εκκενώνω έναν τόπο, τόν αφήνω απροστάτευτο … Dictionary of Greek
ερημώνω — και ερημώ (AM ἐρημῶ, όω) [έρημος] 1. κάνω κάτι έρημο 2. (γενικά) αρπάζω, καταστρέφω, ρημάζω, λεηλατώ 3. μένω έρημος νεοελλ. (αμτβ.) μένω έρημος, ερημώνομαι, αδειάζω («ερήμωσαν οι χώρες», Βαλαωρ.) μσν. αρχ. μέσ. ερημώνομαι στερούμαι αρχ. 1. αφήνω… … Dictionary of Greek
ερμίζω — ἑρμίζω (Μ) ερημώνω, καθιστώ κάτι έρημο, ρημάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημίζω (< έρημος) με σίγηση τού άτονου η] … Dictionary of Greek