ρημάζω

ρημάζω
Ν
1. (μτβ.) καταστρέφω, ερειπώνω, ερημώνω («ο πόλεμος ρήμαξε τη χώρα»)
2. ταλαιπωρώ, εξαντλώ («μάς ρήμαξε στη δουλειά»)
3. (αμτβ.) φθείρομαι, καταστρέφομαι («ρήμαξε από τα γηρατειά»)
4. φρ. «τόν ρήμαξε στο ξύλο» — τόν έδειρε ανελέητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐρημ-άζω (< ἔρημος) με σίγηση του αρκτικού άτονου ε-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ρημάζω — ρημάζω, ρήμαξα, ρημαγμένος βλ. πίν. 23 Σημειώσεις: ρημάζω : η παθητική φωνή (ρημάζομαι, βλ. πίν. 24 ) είναι σπάνια. Το ρημάζω σημαίνει και → καταστρέφω και → καταστρέφομαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ρημάζω — αξα, άχτηκα, αγμένος 1. ως μτβ., ερημώνω, καταστρέφω, βλάφτω: Τα παιδιά μάς ρήμαξαν το περιβόλι. 2. ως αμτβ., ερειπώνομαι, καταστρέφομαι: Άφησε τα χτήματά του και ρήμαξαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απορημάζω — ρημάζω, καταστρέφω εντελώς …   Dictionary of Greek

  • ερημάζω — (AM ἐρημάζω) [έρημος] μσν. νεοελλ. ρημάζω, λεηλατώ, καταστρέφω μσν. 1. σκοτώνω, εξοντώνω 2. καταστρέφω κάποιον οικονομικά 3. καταστρέφομαι, ρημάζω 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ρημασμένος, η, ο έρημος, στερημένος αρχ. αφήνομαι, ζω μόνος και… …   Dictionary of Greek

  • ρήμαγμα — και ρήμασμα, το, Ν [ρημάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ρημάζω, καταστροφή, ερήμωση …   Dictionary of Greek

  • αλοώ — ἀλοῶ ( άω) (Α) 1. αλωνίζω 2. χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω 3. θρυμματίζω, καταστρέφω, ρημάζω 4. στριφογυρίζω κάποιον, τόν σέρνω πέρα δώθε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωή. ΠΑΡ. αρχ. ἀλοητός] …   Dictionary of Greek

  • δηώνω — (AM δῃῶ) [δήιος] 1. λεηλατώ κάποια χώρα μετά την εισβολή μου σε αυτήν 2. καταστρέφω, κατερειπώνω, ρημάζω αρχ. 1. φονεύω, σφάζω 2. (για θηρία) κατασπαράζω 3. (για λόγχη) κόβω στα δύο 4. κουρεύω …   Dictionary of Greek

  • εξερημώνω — (AM ἐξερημῶ, όω) [ερημώνω] ερημώνω εντελώς, ρημάζω («πῶς ἄν οὖν μᾱλλον ἐξερημώσαιεν ἄνθρωποι οἶκον», Δημοσθ.) αρχ. 1. εξολοθρεύω, αφανίζω («ἡμᾱς τ ὀλέσθαι κἀξερημῶσαι γένος», Σοφ.) 2. (για στρατεύματα) εκκενώνω έναν τόπο, τόν αφήνω απροστάτευτο …   Dictionary of Greek

  • ερημώνω — και ερημώ (AM ἐρημῶ, όω) [έρημος] 1. κάνω κάτι έρημο 2. (γενικά) αρπάζω, καταστρέφω, ρημάζω, λεηλατώ 3. μένω έρημος νεοελλ. (αμτβ.) μένω έρημος, ερημώνομαι, αδειάζω («ερήμωσαν οι χώρες», Βαλαωρ.) μσν. αρχ. μέσ. ερημώνομαι στερούμαι αρχ. 1. αφήνω… …   Dictionary of Greek

  • ερμίζω — ἑρμίζω (Μ) ερημώνω, καθιστώ κάτι έρημο, ρημάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημίζω (< έρημος) με σίγηση τού άτονου η] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”